στίμη

στίμη
η, Ν
1. (για ατμόπλοιο) η κινητήρια δύναμη τού σκάφους
2. συνεκδ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα όχημα («έβαλε μεγάλη στίμη το βαπόρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. steam].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”